Το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με την Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Ομάδα Αιγαίου», εγκαινίασαν την πρωτοβουλία για ενίσχυση και εμπλουτισμό σχολικών βιβλιοθηκών σε μικρά και ακριτικά νησιά του Αιγαίου πελάγους όπου και δραστηριοποιείται η ανωτέρω ΑμΚΕΟμάδα.
Υπεύθυνη: Κακκαβά Σωτηρία
Ευχαριστήρια επιστολή: ΜΕΓΑΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ
Η ανταπόκριση υπήρξε κάτι παραπάνω από μεγάλη, κάτι παραπάνω από συγκινητική: ένα μικρό βουνό βιβλίων, ένα μεγάλο βουνό καλοσύνης, ένας τεράστιος αριθμός βιβλίων, για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου, τα οποία ήδη ξεδιαλέχτηκαν, τακτοποιήθηκαν, πήραν τον δρόμο τους και σε λίγες μέρες (με τη συνεργασία της Ομάδα Αιγαίου – Omada Aigaiou“) θα ταξιδέψουν για τον προορισμό τους: Ανάφη και Κουφονήσια.
Γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος: κάπου, ένα παιδί έχει ανάγκη ένα βιβλίο – μπορεί να το ξέρει, μπορεί και όχι· κάπου, υπάρχει περίπτωση να γίνει μια μικρή έκρηξη· κάπου, μπορεί ένα παιδί να δει το βιβλίο ως παιχνίδι και να μη θελήσει να το αποχωριστεί σε όλη του τη ζωή· κάπου, τα πόδια ενός παιδιού μπορεί να χρειάζεται να μπερδευτούν στη θάλασσα των λέξεων και των εικόνων· κάπου, ένα παιδί μπορεί να χρειάζεται, για να ζήσει, να μάθει να κολυμπάει αλλιώς, για αλλού· κάπου, ο κόσμος ενός παιδιού μπορεί να ανοίξει μέσα από ένα βιβλίο, γιατί ο άλλος, ο πραγματικός κόσμος, είναι σκούρος, είναι μικρός, είναι κακός, είναι ασφυκτικός. Γιατί, το βιβλίο είναι ένα παράθυρο: σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει, αλλά αν και όταν υπάρξει, γίνεται τόπος και πατρίδα. Γιατί τα βιβλία μπορεί να μη δίνουν απαντήσεις σε τίποτα, αλλά δείχνουν δρόμους για τον κόσμο.
Και ύστερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έστω κι αν δεν έχουμε πολλές ελπίδες να αλλάξει ο κόσμος, ποτέ δε θα μας λείψει, ποτέ δεν πρέπει να μας λείψει η ελπίδα των εκρήξεων. Αλλά, για να υπάρξουν αυτές, πρέπει να κάνουμε κάτι: μήπως και ανοίξει το παντζούρι στο μυαλό ενός παιδιού.
Εγώ, για παράδειγμα, ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον άγιο βιβλιοπώλη στην άνυδρη Ζάκυνθο των αρχών της δεκαετίας του ’80, την ώρα που το νησί ετοιμαζόταν να πουλήσει την ψυχή του στον διάολο του τουρισμού, που όταν με είδε να κρατάω και να ξεφυλλίζω για ώρα ένα βιβλίο που είχα πάρει από το ράφι, μου ’πε σιγά από το μισοσκότεινο γραφειάκι του, στο βάθος: «Πάρ ’το, ψυχή μου, άμα το θέλεις. Κι άμα, δεν έχεις τώρα να πληρώσεις, μου τα φέρνεις όποτε μπορείς…, ή κράτησέ το καλύτερα. Στο κάνω δώρο». Ποιος ξέρει τι σκεφτόμουνα κρατώντας εκείνο το «εξωσχολικό» βιβλίο, που βέβαια δεν είχα να το πληρώσω, ποιος ξέρει πώς ξεπέρασα την αμήχανη ντροπή και είπα στο τέλος «ευχαριστώ». Έτσι, με αυτή τη μικρή χειρονομία του, που όμως γεννιόταν από μια τεράστια ενδοχώρα ευγενικού και φιλάνθρωπου πολιτισμού, εκείνος ο άνθρωπος κέρδισε, εκείνη τη στιγμή, ακόμα λίγα χρόνια εύθραυστης αθανασίας μέσα στη δική μου μνήμη.
Αρβανιτάκης Δημήτριος, Υπεύθυνος του Τμήματος Εκδόσεων, Μουσείο Μπενάκη